- βατιδοσκόπος
- βατιδοσκόπος, -ον (Α)αυτός που ψάχνει για βατίδες, που του αρέσουν πολύ οι βατίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < βατίς (-ίδος) + -σκοπος < σκοπός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βατιδοσκόποι — βατιδοσκόπος looking after skates masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)